- μεταστειχω
- μεταστείχωμετα-στείχωидти за (кем-л.), искать
(τινά Eur.)
ἥκω μεταστείχων σε Eur. — я пришел к тебе
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταστείχω — go in quest of pres subj act 1st sg μεταστείχω go in quest of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστείχω — (Α) 1. έρχομαι ή μεταβαίνω για αναζήτηση κάποιου («ἥκω, μεταστείχων σε», Ευρ.) 2. πηγαίνω σε άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στείχω «βαδίζω, προχωρώ»] … Dictionary of Greek
μεταστείχῃ — μεταστείχω go in quest of pres subj mp 2nd sg μεταστείχω go in quest of pres ind mp 2nd sg μεταστείχω go in quest of pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστείχοντα — μεταστείχω go in quest of pres part act neut nom/voc/acc pl μεταστείχω go in quest of pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέστιχον — μεταστείχω go in quest of aor ind act 3rd pl μεταστείχω go in quest of aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστείχων — μεταστείχω go in quest of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέστιχε — μεταστείχω go in quest of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέστιχεν — μεταστείχω go in quest of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)